Definify.com

Definition 2024


Αιγυπτία

Αιγυπτία

See also: Αιγύπτια

Greek

Noun

Αιγυπτία (Aigyptía) f (plural Αιγυπτίες)

  1. (literary) Alternative form of Αιγύπτια (Aigýptia)

Declension